ἀχόρταστος — unfed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρταστον — ἀχόρταστος unfed masc/fem acc sg ἀχόρταστος unfed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχορτάστου — ἀχόρταστος unfed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρταστε — ἀχόρταστος unfed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχόρταστοι — ἀχόρταστος unfed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχόρταγος — και αχόρταστος, η, ο (AM ἀχόρταστος, ον [χορτάζω] αυτός που δεν μπορεί να χορτάσει, ο ακόρεστος, ο άπληστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν χόρτασε, ο πεινασμένος 2. λαίμαργος, αδηφάγος 3. ανικανοποίητος … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek